Σπάνια οι ιστοσελίδες με πρόγνωση καιρικών συνθηκών δέχονται τόσο επίμονη επισκεψιμότητα. Σπάνια τόσες πολλές αποδεικνύονται αναξιόπιστες. Σπάνια αψηφά το πλήθος προβλέψεις επιστημόνων για καταιγίδες, μπουρίνια, νεροποντές και τα συναφή και συρρέει στο θέατρο, προκειμένου να δει από κοντά και ν’ απολαύσει αγαπημένα αστέρια, μην πω είδωλα, η εποχή δεν το επιτρέπει.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Ωστόσο, αυτός ο «Πλούτος» είχε άγριες διαθέσεις. Μόλις έσταξε ο ουρανός κάτι αχνές ψιχάλες, ο Κιμούλης, ο Μπέζος, ο Φιλιππίδης, ο Γιαννόπουλος κι ο Φάις βγήκανε στη σκηνή πένητες, ρακένδυτοι, σχεδόν αναίσθητοι, «έριξαν» στο κοινό ένα εξαιρετικό δάνειο από «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, ο Δίας μάζεψε τις αστραπές του, έσπευσε σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη να ξεθυμάνει , ενώ την ίδια στιγμή το άγχος το δικό τους και το δικό μας διαλύονταν στο αεράκι, που από νωρίς τύλιξε το αρχαίο θέατρο των Φιλίππων.
   Σύνηθες φαινόμενο να σεργιανάει ο Αριστοφάνης τα καλοκαίρια την επικράτεια μ’ ένα ή και περισσότερα από τα έντεκα σωζόμενα έργα του. Το συγκεκριμένο το είδαμε αρκετές φορές. Η κάθε φορά είναι και μια καινούργια εμπειρία. Όπως και τούτη ήταν. Τον μύθο τον γνωρίζουμε πλέον καλά. Εδώ ο ποιητής διακωμωδεί την κακή διανομή του πλούτου. Αλλά ένας έξυπνος πολίτης, ο Χρεμύλος, μαζί με τον πολυμήχανο δούλο του Καρίωνα, περιθάλπουν τον τυφλό και τιμωρημένο από το Δία θεό Πλούτο, ο οποίος μικρός τυφλώθηκε για ν’ αποφεύγει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους και του ξαναδίνουν το φως του. Ο Χρεμύλος χαρίζει τα πλούτη του στους αγαθούς και τιμωρεί τους άπληστους. Έτσι, με την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, αποτυπώνεται στη σκηνή ένα μωσαϊκό της κοινωνίας της εποχής του Αριστοφάνη, τόσο ίδιας με τη δική μας.
   Η βασική αντίθεση, στην οποία στηρίζεται το έργο, προβάλλεται από τον επιρρηματικό αγώνα ανάμεσα στον Χρεμύλο και την Πενία, με την τελευταία να ενσαρκώνει την ανάγκη που οδηγεί τον άνθρωπο στην καθημερινή δουλειά για την επιβίωση, σαρκάζοντας την οκνηρία και την αεργία.
   Ο κύκλος της Παλαιάς Κωμωδίας έχει τελειώσει, εκείνη της Μέσης (διακωμώδηση προσώπων και καταστάσεων) ψυχορραγεί, ενώ ήδη εμφανίστηκε η Νέα Κωμωδία –διαλεκτική σχέση θεάτρου και κοινωνίας. Ο Γιώργος Κιμούλης, που διασκεύασε τη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη , σκηνοθέτησε την παράσταση κι ερμήνευσε τον «Πλούτο» και την «Πενία», επιχείρησε μια στοιχειώδη ανάλυση σε όλη τη διάρκεια της παράστασης , ενώ στην «αυθαίρετη» Παράβασή του προχώρησε και σε μερική εμβάθυνση και καλά έκαμε. Κατά κάποιο τρόπο, εξιλεώθηκε στα μάτια μας για τα επιθεωρησιακά τερτίπια που δεν τόλμησε να αφαιρέσει ούτε από τον Φιλιππίδη-Καρίωνα ούτε από τον Μπέζο-Χρεμύλο ούτε από τον εαυτό του σε αμήχανες στιγμές του, που αδυνατώ να εξηγήσω γιατί αυτοϋποβιβάσθηκε τόσο αναίτια, τόσο εύκολα και τόσο άδικα. Η υπερχρήση της λέξης «μαλάκα» , ο υπερτονισμός της, έμοιαζε με επιπόλαια κατάχρηση της ποιητικής αθυροστομίας του Αριστοφάνη, ξέφευγε εντελώς από τη σατιρική διάθεση και επαναλήφθηκε δεκάδες φορές, χάριν εκβιασμού του γέλιου. Ναι, το κοινό ανταποκρίθηκε. Έσκασε στα γέλια. Και λοιπόν; Ήταν αυτός ο στόχος; Δε νομίζω.
  Είχε ευρηματικές σκηνές η παράσταση. Ο σκηνοθέτης μετακύλισε τις όποιες κρυμμένες ενστάσεις από την επανάληψη ενός ακόμη αριστοφανικού έργου στα παιδιά του χορού, που ακροβολίστηκαν στο κοίλο, εντάχθηκαν στο κοινό, αποτέλεσαν κομμάτι του, δανείστηκαν τη φωνή των θεατών και, ακόμη, πρόλαβε να κλειδώσει εντυπώσεις και να θέσει τη σκηνοθετική του ματιά εκτός αμφισβήτησης, αφού με έξυπνο τρόπο μοίρασε ευθύνες στο πλήθος που έσπευσε να καταλάβει διαζώματα, γνωρίζοντας εκ προοιμίου ότι η σάτιρα του Αριστοφάνη εμπεριέχει διαχρονικές αλήθειες, μα και αθυροστομίες και ανηλεή διακωμώδηση σημερινών ανθρώπων εξουσίας. Της όποιας εξουσίας.  
   Μου άρεσε ο χορός από ταλαντούχα παιδιά που έπαιξαν θέατρο και μουσικά όργανα επί σκηνής, τραγούδησαν και χόρεψαν με κέφι, έγιναν ο άμεσος αποδέκτης νουθεσιών και, θέλοντας να συμβολίσει τον σπόρο της «επανάστασης» στη νέα γενιά ο σκηνοθέτης και ηθοποιός, πέταξε αιφνίδια ένα κόκκινο μαντήλι σε μια κοπέλα. Όμορφη στιγμή , όπως και όλες όσες ντύθηκαν με τις ιδιαίτερες μελωδίες του Γιώργου Ανδρέου. Έκπληξη ευχάριστη το τραγούδι σε στίχους Ισαάκ Σούση, που ο ίδιος ο Κιμούλης ερμήνευσε με ευαισθησία και εμφανή συγκινησιακή φόρτιση.
Την παράσταση έκλεψε σίγουρα ο Τάσος Γιαννόπουλος, σπουδαίος σε όλους τους ρόλους που ερμήνευσε, μακριά από τις ευκολίες μιας μανιέρας σαν αυτές των Μπέζου-Φιλιππίδη που από την αρχή έως το τέλος συνόδευε τις ερμηνείες τους. Θαρρείς έκαναν διαγωνισμό μεταξύ τους, ποιος έχει περισσότερη «πέραση», πόσο μεγαλύτερο είναι το κοινό του ενός από του άλλου. Ήταν τόσο εμφανές και συνάμα τόσο ενοχλητικό. Ωστόσο, το κοινό ξεκαρδίστηκε στα γέλια, έδειξε ικανοποίηση και καταχειροκρότησε στο φινάλε τους συντελεστές.
  Το δια ταύτα: οι θεατές πέρασαν ευχάριστα δυόμιση ώρες. Γέλασε ο κόσμος και με τη σάτιρα στα πρόσωπα των Θέμου Αναστασιάδη, Κριστίν Λαγκάρντ και στις αναφορές-παραπομπές στο χάλι που ζούμε σήμερα αντέδρασε θετικά, αυτός ο καταφερτζής Χρεμύλος και το alter ego του , ο Καρίων, φάνηκε να τον αφορά, δε νομίζω, όμως, ότι αφορούσε και τον Αριστοφάνη.
  Θα κρατήσω οπωσδήποτε την εξαιρετική σκηνή του τέλους, όταν έπεσε η αυλαία από το αδιάφορο σκηνικό , κι ακολούθησε η ευρηματική στιχομυθία με το φως του ήλιου που δύει κι ανατέλλει κάθε μέρα στον πλανήτη από διαφορετική γωνία , ενώ ντύθηκε έξοχα με το γνωστό τραγούδι του Ανδρέου «Μικρή Πατρίδα». Ήταν μια ξεχωριστή ποιητική σκηνή που δικαίωσε, κατά κάποιο τρόπο, την υπογραφή της σκηνοθεσίας.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης

Σκηνοθεσία – Διασκευή: Γιώργος Κιμούλης

Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας

Κοστούμια: Σοφία Νικολαϊδη

Μουσική: Γιώργος Ανδρέου

Στίχοι: Ισαάκ Σούσης

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Χορογραφίες: Ελπίδα Νίνου, Θανάσης Γιαννακόπουλος

Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Τσεβάς

Παραγωγή: Αφοί Τάγαρη

Παίζουν:

Γιώργος Κιμούλης (Πλούτος & Πενία), Γιάννης Μπέζος (Χρεμύλος), Πέτρος Φιλιππίδης (Καρίων), Τάσος Γιαννόπουλος (Βλεψίδημος, Δίκαιος, Γριά, Ερμής), Αλμπέρτο Φάϊς (Συκοφάντης & Ιερέας)
Χορός: Γκιζέλη Χριστέλα, Δαβάκη Βερόνικα, Ζησάκης Ευθύμης, Ζουγανέλης Αλέξανδρος, Κατσώλης Παναγιώτης, Μαούτσου Κατερίνα, Σπατιώτη Χριστίνα, Στασινοπούλου Ντένια, Τσαβά Ειρήνη, Τσιμπρικίδου Ελένη, Τσουρής Γιώργης, Χιώτης Χάρης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Προηγούμενο άρθροLEADER | Δύο προγράμματα αιχμής για την ανάπτυξη της Καβάλας τα επόμενα τρία χρόνια-video
Επόμενο άρθροΔεκαπενταύγουστος: Τα άγνωστα έθιμα της ημέρας