Το έγκλημα έγινε το απόγευμα της 19ης Οκτωβρίου του 1989, κοντά στο 16ο Δημοτικό Σχολείο της Μεταμόρφωσης στην Καβάλα
Το ερωτικό πάθος δίχως μέτρο και αυτοσυγκράτηση συχνά οδηγεί σε ακραίες πράξεις. Και μία τέτοια περίπτωση ακραίας ερωτικής παράκρουσης με θύμα ένα αθώο επτάχρονο αγοράκι συνέβη στην Καβάλα το 1989. Τα πρόσωπα του δράματος είναι η 20χρονη Α., ο 47χρονος πρώην ποδοσφαιριστής και εργολάβος και ο μικρός γιος του, ο επτάχρονος Νίκος. Η Α. ήταν φοιτήτρια της Ιταλικής Φιλολογίας και ζούσε στην Καβάλα μαζί με τους θετούς γονείς της και τον επίσης υιοθετημένο αδελφό της. Η ζωή της οικογένειας ήταν σε γενικές γραμμές ήρεμη και χωρίς εξάρσεις, όμως όλα άρχισαν να αλλάζουν όταν η Α., σε ηλικία 17 ετών, έμαθε ότι ήταν υιοθετημένη. Από εκεί και πέρα η συμπεριφορά της άλλαξε δραστικά, με εκρήξεις θυμού και πράξεις που ήταν ανεξήγητες από όλους.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Από την άλλη, ο πρώην ποδοσφαιριστής ζούσε το δικό του δράμα. Λίγα χρόνια πριν το περιστατικό είχε χάσει τη γυναίκα του σε τροχαίο δυστύχημα, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της ανατροφής των τεσσάρων παιδιών τους. Νεότερος ήταν από τους πιο ταλαντούχους παίκτες της ποδοσφαιρικής ομάδας της πόλης της Καβάλας και λόγω του χαρακτήρα του ήταν και ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους. Όμως τα πράγματα και γι’ αυτόν αρχίζουν να παίρνουν άλλη τροπή όταν στον δρόμο του βρίσκεται η Α. νεαρή φοιτήτρια. Η Α. τον είδε για πρώτη φορά σε μία οικοδομή που ανεγειρόταν κοντά στο σπίτι της και από εκεί και πέρα άρχισε να τον παρενοχλεί και να τον πιέζει για να συνάψουν ερωτική σχέση, και μάλιστα με εμμονικό τρόπο. Ο ποδοσφαιριστής ενέδωσε και για μικρό χρονικό διάστημα συναντιούνταν σε ξενοδοχείο της πόλης, χωρίς όμως -όπως δήλωσε ο ίδιος- να ολοκληρώσουν την ερωτική τους σχέση. Μετά από λίγο καιρό, στα τέλη του Αυγούστου του 1989, ο ποδοσφαιριστής τής ζήτησε να διακόψουν, καθώς ήδη είχε αρχίσει να τον πιέζει να παντρευτούν. Στην προοπτική να μην βλέπει το ερωτικό αντικείμενο του πόθου της, η Α. αρχίζει να κάνει πράγματα που ξεπερνούν κάθε λογική. Πιέζει αφόρητα τον ποδοσφαιριστή, του τηλεφωνούσε καθημερινά δεκάδες φορές, επισκεπτόταν το σχολείο που πήγαιναν τα παιδιά του, ενώ έφτανε και σε πράξεις εντελώς παράλογες, όπως να βγαίνει στο μπαλκόνι και να επιδεικνύει τα στήθη της προς τον ποδοσφαιριστή.
Όταν αυτός αντέδρασε σε όλη αυτή την πίεση και σε υψηλούς τόνους τής είπε ότι η απόφασή του να διακόψουν ήταν οριστική, η Α. βγήκε εκτός εαυτού, με απειλές για εκδίκηση. Μάλιστα, η ίδια είχε ζητήσει βοήθεια από κάποια φίλη της για να μπορέσει να «σημαδέψει ένα παιδάκι». Η φίλη κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ειδοποίησε την Αστυνομία, η οποία έκανε συστάσεις στην Α. για να μην κάνει κάποια ανοησία. Όμως η Α. ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει το σχέδιο της εκδίκησης και γι’ αυτόν τον λόγο άρχισε να συχνάζει στο σχολείο του μικρού γιου του ποδοσφαιριστή και να παρακολουθεί τις κινήσεις του. Η ίδια, αρκετό καιρό πριν είχε προμηθευτεί και έναν σουγιά, με τον οποίο προχώρησε σε ένα έγκλημα που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Το έγκλημα έγινε το απόγευμα της 19ης Οκτωβρίου του 1989, κοντά στο 16ο Δημοτικό Σχολείο της Μεταμόρφωσης στην Καβάλα. Εκείνη την ημέρα η Α. είχε στήσει καρτέρι στον μικρό Νικόλα έξω από το σχολείο. Και αφού τον ακολούθησε στην πορεία του προς το σπίτι, κρύφτηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο και παραμόνευε. Όταν πλησίασε το 7χρονο αγόρι, η Α. πετάχτηκε μπροστά του και με μία θανατηφόρα μαχαιριά κάτω από το αυτί σκότωσε το παιδί μπροστά στα μάτια ενός φίλου του. Ο μικρός πέθανε ακαριαία από αιμορραγικό σοκ. Στη συνέχεια η δράστις έφυγε από το σημείο και μετά από περιπλάνηση αρκετής ώρας στην πόλη της Καβάλας μπήκε σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών για να ξεπλυθεί, λέγοντας ως δικαιολογία ότι είχε εμπλακεί σε καβγά με τον φίλο της. Το μαχαίρι του εγκλήματος το πέταξε στον υπόνομο.
Όπως ήταν προφανές, η Αστυνομία έβαλε αμέσως στο επίκεντρο των ερευνών της την Α. Η ίδια από την αρχή δεν παραδέχτηκε τίποτα από όσα της καταλόγιζαν, δήλωνε αθώα και μάλιστα υποστήριζε ότι δεν είχε γνωριμία με τον πατέρα του μικρού Νικόλα. Όμως τα στοιχεία ήταν συντριπτικά εναντίον της οπότε συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. Αρχικά για μία άλλη υπόθεση στην οποία ήταν κατηγορούμενη ότι έριξε βιτριόλι σε έναν 68χρονο κάτοικο της Καβάλας γιατί, όπως υποστήριξε η ίδια, της έκανε ανήθικες προτάσεις. Και μετά για την υπόθεση της στυγερής δολοφονίας του 7χρονου αγοριού. Η εκδίκαση αυτής της υπόθεσης έγινε τον Μάρτιο του 1991 στο Κακουργιοδικείο της Κομοτηνής, με τις εφημερίδες και τους δημοσιογράφους να έχουν προκαλέσει το τεράστιο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για αυτό το τόσο αποτρόπαιο έγκλημα. Από την αίθουσα πέρασαν πολλοί μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας της Α., που της στάθηκε σε όλη τη διάρκεια αυτής της ιστορίας. Ενώ και ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής κατέθεσε ότι η Α. τον είχε απειλήσει ότι θα έκανε κακό στα παιδιά του, όμως στη συνέχεια φάνηκε να ηρεμεί και αυτός δεν έδωσε συνέχεια.
Η Α. καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, εκτός από το ότι αρνούνταν διαρκώς ότι ήταν ένοχη, έλεγε και διάφορες ασυναρτησίες χωρίς ειρμό και λογική, στοχεύοντας στο ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού. Κάτι που μάλλον κατάφερε, καθώς η απόφαση που βγήκε στις 20 Μαρτίου του 1991 την καταδίκασε σε συνολική ποινή 23 ετών και 6 μηνών, έχοντας γλιτώσει τα ισόβια. Μάλιστα, η απόφαση έλεγε ότι τα δέκα χρόνια αυτής της ποινής θα τα περνούσε σε Δημόσιο Ψυχιατρείο. Μία απόφαση μάλλον «χάδι» για ένα τόσο στυγερό έγκλημα μίας αθώας ψυχής ενός παιδιού που πλήρωσε με τη ζωή του το τυφλό ερωτικό πάθος.