Ήταν η 30η Ιανουαρίου 1921. Η Δημογεροντία της Καρβάλης μαζί με τους δασκάλους του Παρθεναγωγείου αποφάσισαν να γιορτάσουν κρυφά τα 100 χρόνια της επανάστασης του 1821, παρουσιάζοντας το θεατρικό έργο “Αθανάσιος Διάκος”.

Την χειμωνιάτικη εκείνη ημέρα η αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου που χωρούσε πάνω από 400 άτομα ήταν ελληνοπρεπώς διακοσμημένη και ασφυκτικά γεμάτη από τους Έλληνες κατοίκους του οικισμού. Όταν οι πόρτες σφραγίσθηκαν και ασφαλίσθηκαν επιμελώς, εμφανίσθηκε η Γαλανόλευκη σημαία που ήταν κρυμμένη σε καταπακτή κάτω από τα σανίδια του πατώματος του Αρρεναγωγείου και κατέλαβε τιμητική θέση στη σκηνή.

Η τελετή άρχισε με τον Εθνικό Ύμνο που έψαλλαν όρθιοι όλοι μαζί.
Ήρθε η ώρα της παράστασης. Βούρκωσαν τα μάτια των Καρβαλιωτών όταν η μαθήτρια Ελισάβετ Ζουμπουλίδου, ντυμένη στα λευκά ως Ελλάδα, άρχισε ν΄απαγγέλει με παλλόμενη φωνή:
Ω παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα δω κι΄εκεί, υβρισμένα, διωγμένα απ΄τα έθνη
πανοικεί, ξυπνήστε τώρα, ήρθε η ώρα, ήλθε ο Δείπνος ο Μυστικός.

Στην κορύφωση της παράστασης παρουσιάσθηκε στη σκηνή η μαθήτρια Καλλιόπη Κάλφογλου ντυμένη Αθανάσιος Διάκος με τη λευκή φουστανέλα. Σκόρπισε ρίγη συγκινήσεως και η αίθουσα τραντάχτηκε από θύελλα χειροκροτημάτων όταν την έσυραν δεμένη με βαριές αλυσίδες, παρουσιάστηκε μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη και βροντοφώναξε.
Σκυλιά κι΄αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.

Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε να πεθάνω. Το γεγονός του μυστικού, πρωτοφανούς, θρασύτατου και προκλητικού για τις Οθωμανικές αρχές εορτασμού προδόθηκε και καταγγέλθηκε από άξεστο και άτιμο πατριώτη μας. Η διοίκηση συνέλαβε αμέσως τους 10 Δημογέροντες της Καρβάλης. Με συνοπτικές διαδικασίες τους έσυρε ενώπιον του αυστηρού και αμείλικτου Ανώτατου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας του Άκσαραϊ, κατηγορούμενους για Εθνική προδοσία.

Το Δικαστήριο με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς μάρτυρες, επέβαλε σ΄όλους την ποινή του θανάτου δι΄απαγχονισμού. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Μέχρι να εκτελεσθεί η ποινή διατάχθηκε να εκτοπισθούν λόγω της εμπολέμου καταστάσεως της χώρας στο μακρινό Έλατσικ. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, η κράτηση βάναυση και η μεταγωγή τους μέσα στο χιόνι περιπετειώδης. Μετά βίας έφτασαν στην Καισάρεια. Εδώ τους έριξαν όλους αρρώστους και ταλαιπωρημένους σε σκοτεινή υγρή, κρύα φυλακή χωρίς παράθυρα. Ήταν μελλοθάνατοι.

Ύστερα από δύο μήνες, χάρη στις συντονισμένες ενέργειες, χρηματισμούς και παρεμβάσεις πατριωτών και φίλων του Γκέλβερι, και με την καθοριστική απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα Καισαρείας, επειδή επίκειτο και η έκδοση διατάγματος αμνηστίας των αντικεμαλικών καταδικασθέντων για πολιτικούς λόγους, αφέθηκαν ελεύθεροι και γύρισαν στο Γκέλβερι.

Το γεγονός καταγράφεται στα χειρόγραφα των Ιωάννη Λουκίδη και Ιωάννη Δοπρίδη και στη συλλογική μνήμη των γερόντων.
Από το Ιστορικό Αρχείο του Κέντρου Καππαδοκικών Μελετών Νέας Καρβάλης.
Απόδοση από τον Καπλάνη Ιωσηφίδη

Προηγούμενο άρθροΥπογραφή Σύμβασης του έργου: “ Κατασκευή γέφυρας σε αντικατάσταση ‘’ιρλανδικής διάβασης’’ επί της παλαιάς χάραξης της Εθνικής οδού Λιμεναρίων-Λιμένα”
Επόμενο άρθροΚουμουνδούρου: Ξεκινούν δημοσκοπήσεις στους νέους για να δουν αν τους ωφέλησαν οι διαδηλώσεις