Είναι καιρός τώρα που αποφεύγω συνειδητά να ασχοληθώ με όσα συμβαίνουν στην τοπική αυτοδιοίκηση Α’ βαθμού, ειδικότερα δε με τον Δήμο Καβάλας. Ίσως επειδή η ελπίδα μου στην βαθιά κατανόηση του πλήρους νοήματος της απλής αναλογικής από εκείνους που κλήθηκαν να την εφαρμόσουν στην πράξη, αποδείχθηκε τελικά τόσο φρούδα, όσο και το να περιμένει κανείς πως η ανθρώπινη ματαιοδοξία θα εξέλιπε μονομιάς λόγω ενός νομοθετήματος.
Πίστευα πως, ειδικά στους Δήμους όπου οι άνθρωποι συγχρωτίζονται καθημερινά, που γνωρίζονται, που συμμετέχουν σε μία κοινή ζωή, στον ίδιο περιορισμένο τόπο, θα έβρισκαν τον κοινό βηματισμό που χρειάζεται μία μικρή κοινωνία για να προχωρήσει μπροστά.
Σήμερα, ακόμη και μετά τις «μεταμορφώσεις» χάριν της «κυβερνησιμότητας» που υπέστη ο νόμος, κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο.
Γι’ αυτό και είναι σχεδόν έτοιμη η πλήρης ανατροπή του.
Πράγμα όχι παράδοξο μιας και -τελικά- αυτό που ως λαός έχουμε βαλθεί (θαρρεί κανείς) και αποδεικνύουμε με ευλαβική προσήλωση, είναι πως δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε κοινωνικά, εάν δεν υπάρχει κάποιος που να μας καθοδηγεί. Όση περισσότερη ελευθερία μας παρέχεται, όσα περισσότερα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα αποκτούμε, τόσο περισσότερο ψάχνουμε τον τρόπο να τα υπερβούμε, συμπεριφερόμενοι ως «ταύροι εν υαλοπωλείο», επικαλούμενοι διαρκώς τα… δικαιώματά μας!
Στην περίπτωση δε της συγκρότησης των Δημοτικών Συμβουλίων, ειδικότερα εκεί όπου η πλευρά του Δημάρχου δεν έχει την πλειοψηφία των Συμβούλων, το ατομικό και πολιτικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, κυρίως από την πλευρά των αντιπολιτευόμενων παρατάξεων, αποδεικνύεται ως η «αχίλλειος πτέρνα» της τοπικής αυτοδιοίκησης, όσον αφορά στην ομαλή διεξαγωγή των συζητήσεων, αλλά και των αποφάσεων που τελικά λαμβάνονται εντός του ανώτατου αυτού τοπικού συλλογικού οργάνου.
Σημαίνει αυτό πως ο εκάστοτε Δήμαρχος που είχε την ατυχία να βρεθεί και είναι αναγκασμένος να λειτουργήσει-διοικήσει εντός ενός τέτοιου πλαισίου, είναι άμοιρος ευθυνών; Κάθε άλλο. Είναι ακριβώς σε αυτές τις περιπτώσεις όπου η ανάγκη ανάδειξης των ηγετικών του ικανοτήτων, εάν φυσικά τις διαθέτει, θα πρέπει να κάνουν την εμφάνισή τους. Και στις ικανότητες αυτές, δεν περιλαμβάνεται η ευθιξία αλλά η ψυχραιμία, δεν περιλαμβάνεται ο θυμός αλλά η αυτοσυγκράτηση, η σύνεση και ο ορθός, δίκαιος λόγος.
Όσο λοιπόν περισσότερο η (δυστυχώς) θεμιτή πολιτικά, προσπάθεια δημόσιας ανάδειξης των αρνητικών στοιχείων, ακόμη και του χαρακτήρα ενός Δημάρχου γίνεται εμφανής, τόσο περισσότερο εκείνος θα πρέπει να υψώνει απέναντί τους το τείχος, όχι των δυνατοτήτων που του δίνει ο νόμος να διοικήσει, αλλά των ικανοτήτων του να συνθέσει μέσω του ήπιου λόγου και των επιχειρημάτων του.
Στην εξαιρετικά όμως δύσκολη θέση αντιμετώπισης ενός αντιπολιτευόμενου και πλειοψηφικού εντός του Δημοτικού Συμβουλίου «μπλοκ», που μοναδικό του ίσως σκοπό έχει την παντελή απαξίωση, τόσο προσωπικά όσο και πολιτικά του ίδιου και της «ομάδας» του, αυτό που επιβάλλεται (κατά τη γνώμη μου) να γίνει, είναι η όσο το δυνατόν περισσότερη και σε ευρεία κλίμακα επάν-επικοινωνία του με το σώμα που τον ανέδειξε, υπενθυμίζοντας όχι τον τρόπο αλλά τους λόγους που εκείνος και όχι κάποιος άλλος βρίσκεται σε αυτήν τη θέση.
Με αυτόν τον τρόπο, υπό προϋποθέσεις κι εάν «τελεί εν δικαίω», ίσως καταφέρει να απο-νομιμοποιήσει ένα από τα βασικά επιχειρήματα εκείνων που του «επιτίθενται». Αυτό της επίκλησης της αποκλειστικής αντιπροσώπευσης της τοπικής κοινωνίας.
Έτσι, σταδιακά, η θεμιτή σύγκρουση των παρατάξεων εντός του Δημοτικού Συμβουλίου, θα λάβει τη μορφή που πρέπει να έχει. Αυτή της αντιπαράθεσης των επιχειρημάτων με σκοπό τη λήψη των ορθότερων αποφάσεων και όχι της ανώφελης φωνασκίας με σκοπό την προσωπική ανάδειξη ματαιόδοξων «επιγόνων» και φιλόδοξων «παραγόντων».