Το δικαστήριο επέβαλε επίσης την ίδια ποινή στον πρώην ανώτατο δικαστικό Ζιλμπέρ Αζιμπέρ και τον δικηγόρο του πρώην προέδρου Τιερί Ερζόγκ, μαζί με την πενταετή απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος στον τελευταίο. Οι δύο κρίθηκαν επίσης ένοχοι για παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου. Σύμφωνα με το δικαστήριο, οι τρεις τους συνδέθηκαν σε ένα “σύμφωνο διαφθοράς”. Ωστόσο, δεν επεβλήθησαν οι ποινές που ζήτησε η οικονομική εισαγγελία: τέσσερα χρόνια φυλάκισης, τα δύο χωρίς αναστολή, και στους τρεις, κρίνοντας ότι η προεδρική εικόνα έχει αμαυρωθεί από την υπόθεση αυτή “με καταστροφικές συνέπειες”.

Σημειώνεται, ότι ο Σαρκοζί θα επιστρέψει στις δικαστικές αίθουσες στις 17 Μαρτίου, όπου θα εκδικαστεί η υπόθεση “Bygmalion”, σχετικά με τις δαπάνες της προεκλογικής του εκστρατείας στις προεδρικές εκλογές του 2012, με τη σημερινή του καταδίκη να του ασκεί πίεση.

Ο Σαρκοζί εξελέγη πρόεδρος τον Μάιο του 2007 και παρέμεινε στον προεδρικό θώκο έως τον Μάιο του 2012, οπότε τον διαδέχτηκε ο Φρανσουά Ολάντ. Αποσύρθηκε από την πολιτική το 2016, αλλά παραμένει πολύ δημοφιλής και με ιδιαίτερη απήχηση στη γαλλική Δεξιά. Αντιμετωπίζει κατηγορίες στο πλαίσιο σειράς δικαστικών υποθέσεων, ανάμεσά τους και η χρηματοδότηση της νικηφόρας προεκλογικής του εκστρατείας το 2007 από τη Λιβύη.

Τα… μπερδέματα με τη Δικαιοσύνη

Ο Σαρκοζί είναι στο στόχαστρο των δικαστικών Αρχών από τον Απρίλιο του 2013 οπότε ξεκίνησαν έρευνες εναντίον του για διαφθορά. Σύμφωνα με τις καταγγελίες, είχε δεχθεί χρηματοδότηση για την προεδρική εκστρατεία του 2007, οπότε εξελέγη Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας από τον Καντάφι και τη Λιβύη αλλά και το 2012 από την κληρονόμο της L’Oreal, Λιλιάν Μπετανκούρ.

Την 1η Ιουλίου 2014, ο Σαρκοζί τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση καθώς ο συνήγορός του Τιερί Ερτζόγκ φέρεται να πλησίασε τους ανακριτές της υπηρεσίας καταπολέμησης διαφθοράς και τους ζήτησε να του αποκαλύψουν στοιχεία για την πορεία των ερευνών. Ηχογραφημένες τηλεφωνικές συνομιλίες ανάμεσα στον Γάλλο πρώην πρόεδρο και τον δικηγόρο του, Τιερί Ερζόγκ, στο τέλος Φεβρουαρίου, είχαν αποτελέσει αφορμή για την πραγματοποίηση νέων ερευνών για πιθανή δωροδοκία και παραβίαση του απορρήτου των ανακρίσεων, ενώ τότε είχαν κρατηθεί για την ίδια υπόθεση και ο Ερζόγκ και δύο ανώτατοι δικαστικοί της Εισαγγελίας του Εφετείου. Η κράτηση ενός πρώην Προέδρου ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την 5η Δημοκρατία.

Στην υπόθεση αυτή, την επονομαζόμενη “ecoutes” (τηλεφωνικές υποκλοπές), ο Νικολά Σαρκοζί, φέρεται να προσπάθησε, από κοινού με το Ερζόγκ, να εξαγοράσει τον πρώην δικαστή Ζιλμπέρ Αζιμπέρ ο οποίος ήταν τότε μέλος του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο πρώην πρόεδρος επεδίωκε να αποκτήσει απόρρητες πληροφορίες, αν όχι και να επηρεάσει μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου σε σχέση με την υπόθεση Μπετενκούρ, στην οποία είχε εξασφαλίσει απαλλαγή στο τέλος του 2013. Σε αντάλλαγμα είχε δώσει μια ισχυρή “ώθηση” στον Ζιλμπέρ Αζιμπέρ προκειμένου να καταλάβει μια περίοπτη θέση που εποφθαλμιούσε ο τελευταίος στο Μονακό, αλλά την οποία δεν απέκτησε ποτέ. Σε αντάλλαγμα, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας φέρεται να ενημέρωσε τον πρώην πρόεδρο για δικαστική υπόθεση που βρισκόταν σε εξέλιξη και να επιχείρησε να την επηρεάσει.

Η υπόθεση αυτή, η λεγόμενη “Bismuth”, προέρχεται από έναν άλλο φάκελο: τις υποψίες για χρηματοδότηση από τη Λιβύη της προεκλογικής εκστρατείας του Νικολά Σαρκοζί το 2007 για την οποία έχει τεθεί υπό εξέταση τέσσερις φορές. Στο πλαίσιο αυτών των ερευνών οι δικαστές ανακάλυψαν το 2014 την ύπαρξη μιας ανεπίσημης τηλεφωνικής γραμμής ανάμεσα στον πρώην πρόεδρο και τον δικηγόρο του, Τιερί Ερζόγκ, που είχε ανοιχθεί υπό το όνομα “Paul Bismuth”. Οι υποκλαπείσες αυτές τηλεφωνικές συνομιλίες βρίσκονται στο κέντρο της υπόθεσης των “ecoutes”: είναι η απόδειξη, για την κατηγορούσα αρχή, της ύπαρξης ενός “συμφώνου διαφθοράς”. Mια “παράνομη” υποκλοπή, διαμαρτύρεται η υπεράσπιση, που υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το απόρρητο των συνομιλιών ανάμεσα σε έναν δικηγόρο και τον πελάτη του.

Η πολιτική καριέρα

Έκανε το πολιτικό του ξεκίνημα το 1976 προσχωρώντας στο δεξιό, γκωλικό κόμμα RPR. Το 1977 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος του Νεϊγί-συρ-Σεν, ενώ το 1980 ηγήθηκε νεανικής επιτροπής υποστήριξης της υποψηφιότητας του Ζακ Σιράκ για τις προεδρικές εκλογές και το 1983 εξελέγη δήμαρχος του Νεϊγύ Συρ Σεν επωφελούμενος από την εγχείρηση στην οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί την ίδια περίοδο ο επικρατέστερος αντικαταστάτης και κουμπάρος στον πρώτο γάμο του, Σαρλ Πασκουά. Η εκλογή του τον ανέδειξε ως τον νεότερο δήμαρχο στην ιστορία της Γαλλίας, για δήμους άνω των 50.000 κατοίκων. Παρέμεινε δήμαρχος έως το 2002.

Επίσης, το 1988 εξελέγη βουλευτής του Γαλλικού Κοινοβουλίου και το 1993, με την ευρεία νίκη της δεξιάς στις βουλευτικές εκλογές, ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση του Εντουάρ Μπαλαντύρ. Το 1995 υποστήριξε τον Μπαλαντύρ για την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά τις εκλογές κέρδισε ο Ζακ Σιράκ, κάτι που οδήγησε στην πολιτική του απομόνωση. Παράλληλα, οι επικριτές του βρήκαν την ευκαιρία να τον κατηγορήσουν για τη μη μείωση του δημόσιου χρέους και για την ατολμία του να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Το 1997 η Δεξιά ηττήθηκε στις βουλευτικές εκλογές και ο Σαρκοζί επανήλθε στο προσκήνιο. Μετά την παραίτηση του Φιλίπ Σεγκέν έγινε πρόεδρος του κόμματος, ιδιότητα που θα κρατήσει μόνο για μερικούς μήνες, αφού στις ευρωεκλογές του 1999 το κόμμα του θα καταποντιστεί, καταλαμβάνοντας μόνο το 12,8% των ψήφων. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Νικολά Σαρκοζί αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή και έγραψε το βιβλίο “Libre” (Ελεύθερος).

Ωστόσο, το 2002 ανέλαβε χρέη υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Ζαν Πιερ Ραφαρέν. Η θητεία του επικεντρώνεται στην καταστολή της εγκληματικότητας που επικρατούσε στα γαλλικά προάστια, με αποκορύφωμα τον νόμο περί εσωτερικής ασφάλειας, γνωστός και ως νόμος Σαρκοζί, που κατέστησε πιο αυστηρό το γαλλικό δίκαιο σε θέματα εγκληματικότητας. Με τον ανασχηματισμό του 2004, ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας. Ως πρωταρχικός του στόχος ήταν η μείωση του κρατικού ελλείμματος, στόχος όμως στον οποίο δεν επέμεινε έπειτα από διαμάχη με τον Γάλλο πρόεδρο Σιράκ.

Το 2005 δεσμεύτηκε ότι η Γαλλία θα εκπληρώσει τα κριτήρια του ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας, δέσμευση που τηρήθηκε, Τον Μάιο του 2005, το όχι των Γάλλων στο δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, εξανάγκασε την κυβέρνηση Ραφαρέν σε παραίτηση. Στη νέα κυβέρνηση, με νέο πρωθυπουργό τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν, επανήλθε στο υπουργείο Εσωτερικών. Στις ταραχές των γαλλικών προαστίων του 2005, τήρησε στάση μηδενικής ανοχής για τους ταραξίες, προκαλώντας πολλές κριτικές. Όμως οι Γάλλοι πολίτες κατά 68% ενέκριναν την πολιτική του σύμφωνα με δημοσκόπηση της εποχής.

Το 2006 κατέθεσε νομοσχέδιο αναφορικά με την πολιτική απέναντι στους μετανάστες. το οποίο χαρακτηριζόταν από την σκλήρυνση των κριτηρίων για τη νομιμοποίηση των χωρίς άδεια μεταναστών και από τη διευκόλυνση εγκατάστασης στο γαλλικό έδαφος πτυχιούχων μεταναστών. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 30 Ιουνίου του ίδιου έτους.

Προηγούμενο άρθροΔελτίο τύπου απο 8 μέλη του ΔΣ του Επιμελητηρίου Καβάλας σχετικά με το θέμα του ΑΟΚ
Επόμενο άρθροSuper League: Τα αποτελέσματα της 24ης αγωνιστικής και η βαθμολογία