Η διάχυση της τεχνητής νοηµοσύνης (Τ.Ν.) σε όλους τους τοµείς της οικονοµίας εγείρει την πιθανότητα –και για πολλούς τον φόβο– ότι οι µηχανές θα αντικαταστήσουν κάποια στιγµή την ανθρώπινη εργασία.

∆εν θα εκτελούν απλώς ένα ολοένα και µεγαλύτερο µερίδιο µηχανικών λειτουργιών, όπως είδαµε να συµβαίνει ήδη από την πρώτη βιοµηχανική επανάσταση και εξής, αλλά θα συντονίζουν και τις ροές της εργασίας µε άµεση επικοινωνία µεταξύ των µηχανών (το λεγόµενο και ∆ιαδίκτυο των Πραγµάτων).

Ορισµένοι επικροτούν αυτές τις ρηξικέλευθες καινοτοµίες, επειδή κατά την άποψή τους σηµαίνουν ότι πραγµατοποιείται το αρχέγονο όνειρο για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εργασία, ενώ κάποιοι άλλοι τάσσονται εναντίον τους, λέγοντας ότι στερούν από τον άνθρωπο την αίσθηση της αυτοπραγµάτωσης µέσω της εργασίας του και ότι διαρρηγνύουν τη σύνδεση µεταξύ εργασίας και εισοδήµατος ή και των κοινωνικών παροχών που σχετίζονται µε την εργασία.

Κατ’ αυτούς τους τελευταίους, ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας θα εξαφανιστούν ολοσχερώς, οδηγώντας σε µαζική ανεργία, παρόλο που η ζήτηση για ειδικούς σχεδιασµούς διαδικασιών και προϊόντων θα αυξηθεί.

Ασφαλώς οι µελέτες σχετικά µε τις πιθανές επιπτώσεις της Τ.Ν. και της αυξηµένης αυτοµατοποίησης στην αγορά εργασίας βασίζονται εν πολλοίς σε εικασίες, ωστόσο δεν θα πρέπει να υποτιµάµε τις πιθανές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση. Πολλοί παρατηρητές, φοβούµενοι τα χειρότερα, έχουν ταχθεί υπέρ ενός βασικού εισοδήµατος άνευ όρων και χωρίς εργασία, ούτως ώστε να αποτραπεί η πιθανή µαζική φτωχοποίηση του πληθυσµού. Προτού, όµως, αρχίσουν οι οικονοµολόγοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να υπολογίζουν τα κόστη και τα οφέλη ενός συστήµατος γενικού βασικού εισοδήµατος, καλά θα κάνουµε να εξετάσουµε µε κριτική µατιά αυτή καθαυτή την παραδοχή περί ενός µέλλοντος χωρίς εργασία.

Ο σημερινός, στενός ορισµός της εργασίας χρονολογείται από το τέλος του 19ου αιώνα, όταν η τεράστια δυναµική των µεγάλων βιοµηχανιών οδήγησε σε έναν ευρύ διαχωρισµό µεταξύ του χώρου εργασίας και του νοικοκυριού.

Η έννοια της εργασίας στις κεντρικές βιοµηχανικές περιοχές περιορίστηκε στην αµειβόµενη απασχόληση εκτός σπιτιού, ενώ οι οικιακές εργασίες, η γεωργία διαβίωσης και οι ανταλλαγές µεταξύ γειτόνων αποκλείστηκαν ξαφνικά από τον υπολογισµό της αξίας. Οι δραστηριότητες αυτές δεν εξαφανίστηκαν ούτε από την περιφέρεια ούτε από τον πυρήνα της παγκόσµιας οικονοµίας, όµως έπαψαν να προσµετρώνται ως συστατικά του κόσµου της εργασίας και του εργατικού δυναµικού. Εργασία που δεν αντιστοιχούσε σε κάποιον µισθό ή εγχρήµατη αποζηµίωση δεν αναγνωριζόταν ως τέτοια, δεν συνυπολογιζόταν στατιστικά και δεν εξασφάλιζε καµία πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές.

Οι κοινωνιολόγοι αποφάνθηκαν ότι οι µη αµειβόµενες οικιακές εργασίες, οι καθηµερινές αγροτικές εργασίες των ανθρώπων της υπαίθρου και οι παραδοσιακές τέχνες αποτελούσαν υπολειµµατικές δραστηριότητες, που σύντοµα θα αντικαθίσταντο από σύγχρονες τεχνικές και την πλήρη εµπορευµατοποίηση των πάντων.

Μπορεί αυτό το όραµα να ενέπνευσε σοσιαλιστικά κινήµατα σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ωστόσο στην πράξη δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ναι µεν αυξήθηκαν οι σχέσεις έµµισθης εργασίας, όµως σε τεράστια τµήµατα του αναπτυσσόµενου κόσµου οι µισθοί δεν επαρκούσαν για να θρέψουν µια οικογένεια, πράγµα που σήµαινε ότι έπρεπε να συνεχιστούν οι οικιακές και λοιπές εργασίες, που εξασφάλιζαν την ανθρώπινη διαβίωση. Από τη δεκαετία του 1980 και εξής, επανήλθε και στις ανεπτυγµένες οικονοµίες η πρακτική της µη αµειβόµενης εργασίας.

Το τέλος του µεταπολεµικού κύκλου ανασυγκρότησης στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχές της δεκαετίας του 1970, σηµατοδότησε τη µετάβαση από τον παλαιό στον νέο διεθνή καταµερισµό εργασίας. Ο εξορθολογισµός, η χρηµατοδοτικοποίηση και η εξωτερική ανάθεση λειτουργιών έντασης εργασίας στις πρόσφατα βιοµηχανοποιηµένες χώρες της παγκόσµιας περιφέρειας έσπασαν τον σύνδεσµο µεταξύ απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, που είχε επικρατήσει στις αγορές εργασίας του ανεπτυγµένου κόσµου.

Καθώς επιταχύνονταν η ψηφιοποίηση και η παγκοσµιοποίηση των προϊοντικών αλυσίδων, οι εργοδότες εισήγαν ολοένα και πιο ευέλικτες συµβάσεις εργασίας, πιέζοντας όλο και περισσότερους εργαζοµένους να αποδεχθούν επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης.

Πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να συνδυάζουν εισοδήµατα από περισσότερες της µίας πηγές, να βασίζονται σε κρατικά επιδόµατα και να επεκτείνουν τις µη αµειβόµενες ώρες εργασίας τους, προκειµένου να αντισταθµίζουν την εργασιακή ανασφάλεια, τις περιόδους ανεργίας και την απώλεια θέσεων εργασίας που θα τους εξασφάλιζαν κοινωνικές παροχές. Οι φτωχοί εργαζόµενοι, δηλαδή αυτοί που δεν µπορούν να επιζήσουν από τον µισθό τους, αναλαµβάνουν τώρα πολλαπλές θέσεις εργασίας, µε πολλαπλές συµβάσεις ή, στις αγροτικές περιοχές, καλύπτουν τις ανάγκες τους σε τρόφιµα και στέγαση εν µέρει µέσω της γεωργίας για ίδια χρήση και οικοδοµικών εργασιών που υλοποιούν οι ίδιοι.

Οµως η αύξηση της µη αµειβόµενης εργασίας δεν περιορίζεται στους φτωχούς. Προκειµένου να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις της εργασίας στην εποχή της Τ.Ν. και των µηχανών, ακόµα και οι ευηµερούντες διαφαίνεται ότι θα αναγκαστούν να µεταβάλουν και να προσαρµόσουν τις σωµατικές και πνευµατικές τους επιδόσεις, δηλαδή πράγµατα όπως την εµφάνισή τους, την ενεργητικότητά τους και τις αντοχές τους.

Μπορούν µεν να έχουν βοήθεια στο σπίτι µε τη µορφή οικιακών βοηθών για το µαγείρεµα, το καθάρισµα και τη φροντίδα παιδιών ή υπέργηρων ή και να επιζητούν τις υπηρεσίες επαγγελµατιών για την ψυχολογική τους στήριξη ή την υποβοήθηση των παιδιών τους µε τα µαθήµατα, όµως και αυτοί αναγκάζονται να επενδύουν ολοένα και περισσότερο χρόνο για να εξελίσσονται και να καθοδηγούν κατάλληλα τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειάς τους.

Μόνο ένα πολύ µικρό µέρος της εκρηκτικής αύξησης της µη αµειβόµενης εργασίας µπορεί να καλυφθεί από την Τ.Ν. Οποια καθήκοντα και αν αναλάβει η Τ.Ν., αυτά θα δηµιουργήσουν νέα ζήτηση, που θα πρέπει να καλυφθεί. Αυτό που εξακολουθεί να είναι αδιευκρίνιστο είναι ποιες νέες µελλοντικές δραστηριότητες θα προκύψουν από την απώλεια της προσωπικής επαφής, όταν οι µηχανές και οι αλγόριθµοι θα υπερισχύσουν της επικοινωνίας µεταξύ των ανθρώπων. Εντέλει, πάντως, ακριβώς όπως κατά το παρελθόν αντιµετωπίσαµε τη µετάβαση από τον πρωτογενή στον δευτερογενή και έπειτα στον τριτογενή τοµέα, το κενό που θα δηµιουργηθεί θα γεννήσει κάποιον νέο τοµέα οικονοµικής δραστηριότητας, γεµάτο από νέες µορφές εµπορευµατοποιηµένων δραστηριοτήτων.

Ηδη σχεδόν κανείς από εµάς, ανεξάρτητα από τα εισοδήµατά του, δεν µπορεί να αποφύγει την εκτέλεση των «σκιωδών» εργασιών που απορρέουν από τις σύγχρονες επικοινωνίες, τα ψώνια και τη σύγχρονη τραπεζική. Παρέχοντας στην «οικονοµία των πλατφορµών» τα δεδοµένα µας, οι πελάτες υπηρεσιών και προϊόντων γινόµαστε αυτόµατα µη αµειβόµενοι εργαζόµενοι εµπορικών επιχειρήσεων και συµβάλλουµε στην ενίσχυση του παγκόσµιου καπιταλισµού.

Είτε ατενίζουμε το µέλλον της εργασίας από την οπτική της αναγκαιότητας είτε από αυτήν της αυτοπραγµάτωσης, η εργασία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί εξαιτίας της επικράτησης της Τ.Ν. Η µείωση των θέσεων εργασίας και της αµειβόµενης εργασίας πιθανότατα θα συνοδευτεί από αύξηση των µη αµειβόµενων δραστηριοτήτων παροχής φροντίδας και εξασφάλισης διαβίωσης, καθώς και της σύγχρονης «σκιώδους» εργασίας.

Ενα τέτοιο σενάριο µπορεί να είναι καθησυχαστικό µόνο αν καταφέρουµε να βρούµε νέους τρόπους δίκαιης κατανοµής της αµειβόµενης και της µη αµειβόµενης εργασίας µεταξύ όλων των πολιτών. ∆ιαφορετικά, κινδυνεύουµε να καταλήξουµε σε έναν βαθιά διχασµένο κόσµο. Εύποροι εργασιοµανείς θα έχουν οικονοµικά αποδοτικές, αλλά αγχωτικές θέσεις εργασίας, ενώ οι άνεργοι θα αναγκαστούν να στραφούν σε διάφορες στρατηγικές επιβίωσης για να συµπληρώσουν το όποιο βασικό εισόδηµα ή επίδοµα ανακούφισης απόρων.

Προηγούμενο άρθροΝίκη 81-78 του ΓΣΕ στο Ναύπλιο και πολύ ψηλά πλέον στον βαθμολογικό πίνακα
Επόμενο άρθροΠαράνομες παγίδες ζώων στο όρος Σύμβολο